- πολυκαρπεῖν
- πολυκαρπέωbear much fruitpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακοπή — η (Α κατακοπή) [κατακόπτω] ο τεμαχισμός, το κομμάτιασμα («πρὸς κατακοπὴν ἱερεῑα», Θεόπομπ.) αρχ. το κλάδεμα («αἱ διακαθάρσεις τῶν δένδρων καὶ αἱ κατακοπαὶ ποιοῡσι πολυκαρπεῑν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek